- σουρντίζω
- 1. μετ. видеть;2. αμετ. продолжаться;
η βροχή σουρντίζει — дождь продолжается
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
η βροχή σουρντίζει — дождь продолжается
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σουρντίζω — και σουρδίζω Ν 1. (μτβ. και αμτβ.) βλέπω, διακρίνω («γέρασε και δεν σουρντίζει πια») 2. (αμτβ.) διαρκώ, συνεχίζομαι, παρατείνομαι («η βροχή σουρντίζει»). [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τουρκ. προέλευσης κατά τα ρ. σε ίζω] … Dictionary of Greek
σουρδίζω — Ν βλ. σουρντίζω … Dictionary of Greek
σουρντιστικός — ή, ό, Ν [σουρντίζω] αυτός που προκαλεί σούρντισμα, δηλαδή διάρροια … Dictionary of Greek
σούρντισμα — το, Ν [σουρντίζω] 1. διάρκεια, συνέχιση, παράταση 2. συνεκδ. διάρροια … Dictionary of Greek